Κατηγορούμενη είναι η 27χρονη Αλγερινή Νταμπία Μπενκιρέντ, η οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο και τις δικές της καταθέσεις, επιτέθηκε στη μικρή, την κακοποίησε, και στη συνέχεια την σκότωσε — ένα έγκλημα που προκάλεσε σοκ στη γαλλική κοινή γνώμη.
Στο δικαστήριο η Μπενκιρέντ περιέγραψε την ημέρα της επίθεσης, λέγοντας ότι την προηγούμενη είχε τσακωθεί με τον πρώην σύντροφό της και ότι «είπα στον εαυτό μου ότι θα βλάψω κάποιον». Σύμφωνα με την κατάθεσή της, η συνάντηση με την 12χρονη προηγήθηκε μιας σειράς ενεργειών που οδήγησαν στο θάνατο του παιδιού. Η κατηγορούμενη περιγράφει επίσης πως ζήτησε από το παιδί να της ανοίξει την πόρτα και ότι, όταν η Λόλα την βοήθησε, εκείνη αποφάσισε να της κάνει κακό.
Συνεχίζοντας η Μπενκιρέντ είπε ότι τράβηξε την 12χρονη από το χέρι για να τη βάλει στο ασανσέρ που οδηγούσε στο διαμέρισμά της, ενώ εκείνη την ικέτευε. «Κυρία, σας παρακαλώ, μην μου κάνετε κακό» είπε ότι άκουσε να της λέει η Λόλα με την ίδια να της απαντά «μην ανησυχείς, δεν θα σου κάνω κακό».
Μάρτυρες και ιατροδικαστικά στοιχεία, που παρουσιάστηκαν στην ακροαματική διαδικασία, επιβεβαιώνουν την ωμότητα της επίθεσης και την έκταση των τραυμάτων που υπέστη το θύμα. Ο κλινικός ψυχολόγος και εμπειρογνώμονας Νικολά Εστάνο κατέθεσε ότι, παρά τη σπανιότητα, τα στοιχεία της υπόθεσης υποδηλώνουν στοιχεία σεξουαλικού σαδισμού και ότι η δράση της κατηγορουμένης συνδέεται με «σχεδόν σεξουαλική ευχαρίστηση από την κακοποίηση», όπως το απέδωσε στην κατάθεσή του το δικαστήριο.
Κατά την ακροαματική διαδικασία προέκυψε επίσης ότι τις ημέρες πριν από το έγκλημα η ύποπτη είχε αναζητήσεις στο διαδίκτυο σχετικές με μαγεία, στοιχείο που εξετάζεται στο πλαίσιο της ψυχολογικής αξιολόγησης της συμπεριφοράς της.
Σε μια σκηνή ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά, η μητέρα της Λόλα απευθύνθηκε στο δικαστήριο και απέστειλε μια δραματική έκκληση: «να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να εξασφαλίσει ότι αυτό το άτομο θα φυλακιστεί ισόβια. Μην της επιβάλετε τίποτα άλλο εκτός από ισόβια».
Οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές παρουσίασαν στο δικαστήριο σειρά αποδεικτικών στοιχείων — μαρτυρικές καταθέσεις, ιατροδικαστικές αναφορές και ψηφιακά ίχνη — που συνοδεύουν την ανάκριση και ενισχύουν το κατηγορητήριο. Οι δικηγόροι της υπεράσπισης επιχείρησαν να αμφισβητήσουν ορισμένες πλευρές των καταθέσεων και να αναδείξουν ψυχολογικά στοιχεία που, όπως υποστηρίζουν, πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την κρίση του έργου και των προθέσεων της κατηγορουμένης.
Η υπόθεση, πέρα από το ποινικό σκέλος, ανέδειξε ζητήματα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος: την προστασία των παιδιών, την ψυχική υγεία των δραστών, αλλά και τον ρόλο των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης στην πρόληψη τέτοιων τραγωδιών. Ειδικοί που κλήθηκαν στο δικαστήριο τόνισαν την ανάγκη για ενισχυμένα μέτρα προστασίας των ανηλίκων και για συστήματα έγκαιρης ανίχνευσης διαταραχών που μπορεί να οδηγήσουν σε βίαιη συμπεριφορά.
Η δίκη συνεχίζεται, με τις επόμενες συνεδριάσεις να προγραμματίζονται για την ολοκλήρωση των καταθέσεων μαρτύρων και την αξιολόγηση των ψυχιατρικών εκθέσεων. Η απόφαση του δικαστηρίου αναμένεται να έχει βαρύνουσα σημασία για τη νομική εξέλιξη της υπόθεσης και για την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου από την οικογένεια και την κοινότητα.